θερμοπεριοδισμός

θερμοπεριοδισμός
ο
βιολ. ευαισθησία τών φυτών στις περιοδικές μεταβολές τής θερμοκρασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thermoperiodisme < thermo- (πρβλ. θερμ[ο]-*) + periodisme (πρβλ. περιοδικότητα, περιοδισμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”